Έρημος
Σοβάς σκασμένος τα χείλια μου και ο λαιμός τραχύς, ανήμπορος να καταπιεί.
Και εγώ κοιτάζω γύρω μου με απελπισία, μα είν’ όλα έρημος.
Τα ξεραμένα μάγουλα ποτίζονται απ τα μάτια μου και εγώ φωνάζω μέσα μου.
Που’σαι νερό μου γάργαρο να σε γευτώ, που’σαι βροχή, από ψηλά να πέσεις να ξεπλυθώ, θάλασσα μπλε, να πέσω μέσα σου να με κοιμήσεις, σαν τα απογεύματα που με έπαιρνε παιδί ο ύπνος, δίπλα στο κύμα σου.